- τραυλότητα
- η / τραυλότης, -ητος, ΝΑ [τραυλός]η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραυλότητα — η η ιδιότητα του τραυλού, ο τραυλισμός: Η τραυλότητά του τον εμπόδισε να γίνει διερμηνέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραυλότητα — τραυλότης lisping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… … Dictionary of Greek
τραύλωσις — ώσεως, ἡ, Α τραυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ). Το ρ. τραυλῶ είναι μτγν.] … Dictionary of Greek